- θαλασσοχαρής, -ής
- -ές γεν. -ούς, αιτ. -ή, πληθ. ουδ. -ή, αυτός που αγαπά υπερβολικά τη θάλασσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θαλασσοχαρής — ές και θαλασσόχαρος, η, ο αυτός που χαίρεται να βρίσκεται κοντά στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + χαρής (< χάρος, το «χαρά»), πρβλ. περι χαρής, πολεμο χαρής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Νέα εφημερίς] … Dictionary of Greek
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek